ΑΡΘΡΑ
Δια πέννας Μαρκ Τουέιν
Της Κοραλίας Τιμοθέου*
«Σε είκοσι χρόνια από σήμερα θα είσαι πιο απογοητευμένος με τα πράγματα που δεν έκανες παρά από αυτά που έκανες. Βίρα τις άγκυρες. Σάλπαρε μακριά από το ασφαλές λιμάνι. Άσε να τα φουσκώσει τα πανιά σου ο άνεμος.
Εξερεύνησε. Ονειρέψου. Ανακάλυψε».
H Τζούλη είναι νοσοκόμα. Πριν από μερικά χρόνια αποφάσισε να φύγει από το νοσοκομείο στο οποίο εργαζόταν για 25 χρόνια για να φροντίζει, κατ΄οίκον, άτομα που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο καρκίνου. Έζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής πολλών ανθρώπων και ποτέ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει τις τελευταίες τους σκέψεις:
«Έπρεπε να ήμουν πιο τολμηρός».
«Αν είχα ξανά την ευκαιρία, θα δοκίμαζα περισσότερα πράγματα».
«Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα δίσταζα μπροστά στις πιο τρελές ιδέες μου».
«Αυτό που μετανιώνω, είναι ότι έζησα πολύ συμβατικά. Δεν ρίσκαρα αρκετά».
Οι δυο μεγαλύτεροι εχθροί της εξερεύνησης και - κατά συνέπεια - της ανακάλυψης είναι ο φόβος και η τεμπελιά. Ο φόβος της αποτυχίας είναι κυρίως κοινωνικό φαινόμενο. Πώς θα φανούμε στα μάτια των άλλων σε περίπτωση που αποτύχουμε; Η τεμπελιά, από την άλλη, που μας αποτρέπει από το να βγούμε από τη συνήθεια και την «ομαλότητα» της ρουτίνας, έχει ίσως να κάνει με το γεγονός ότι είμαστε πολύ περισσότερο προσκολλημένοι στον στόχο παρά στη διαδρομή. Η «ταλαιπωρία» μέχρι να φτάσουμε κάπου αλλού μας τρομάζει ή τουλάχιστον μας κουράζει. Η μετάβαση από το σημείο Α στο σημείο Β μέσα στην κίνηση της πόλης σίγουρα φαντάζει κάτεργο όταν ο προορισμός τεθεί ως στόχος. Όταν όμως τεθεί ως ευκαιρία για να ακούσουμε την αγαπημένη μας μουσική στο αυτοκίνητο και να περάσουμε λίγο χρόνο με τον εαυτό μας, ξαφνικά η προοπτική μας αλλάζει και μαζί της η διάθεση και τα επίπεδά ενέργειάς μας. Τότε δημιουργούνται οι συνθήκες μέσα στις οποίες πολλά μπορούν να πραγματοποιηθούν. Όταν ακούω ανθρώπους να παραδέχονται «Φοβάμαι να δοκιμάσω. Μπορεί να πληγωθώ», σκέφτομαι πόσο υποκειμενικό αίσθημα είναι ο φόβος γιατί τις πλείστες φορές το δικό μου μυαλό μου λέει το αντίθετο: «Φοβάμαι να χάσω την ευκαιρία να δοκιμάσω. Κι αν δεν μου ξαναπαρουσιαστεί;» Όλοι φοβόμαστε πολλά πράγματα αλλά συχνά φοβάμαι περισσότερο τον εαυτό μου που θα με κοιτάξει σε είκοσι χρόνια ειρωνικά μέσα από τον καθρέφτη και θα με πει δειλή. Εξ άλλου, κατά τον Μαρκ Τουέιν, «Κουράγιο δεν είναι η απουσία φόβου αλλά η κατάκτησή του».
Όποτε θέλω να υπενθυμίσω στον εαυτό μου το παιδί που κρύβεται μέσα μου, χωρίς δεύτερη σκέψη έρχεται στο μυαλό μου ο Τομ Σόγιερ, ο ανομολόγητος μου ήρωας: η προσωποποίηση της ανεμελιάς, της σκανταλιάς, της ελευθερίας και της ειλικρίνειας. «Μόνο τα παιδιά έχουν αρκετή εμπειρία ώστε να μπορούν να κρίνουν τη δουλειά μου», έλεγε ο Μαρκ Τουέιν γιατί στο παιδικό μυαλό, πριν το χαλάσουν οι μεγάλοι, κυριαρχεί η απλότητα της ειλικρίνειας.
«Αν πάντα λες την αλήθεια, τότε ποτέ δεν θα χρειαστεί να θυμάσαι τίποτα».
Πριν από κάποια χρόνια, σε μια παρέα, αποφασίσαμε να θέσουμε εαυτούς σε μια σειρά ετήσιων προκλήσεων. Μια από αυτές ήταν να μην πούμε ούτε ένα ψέμα κατά τη διάρκεια του έτους, κάτι που για τους περισσότερους έγινε τελικά συνήθεια και τρόπος ζωής. Στην αρχή ήμασταν προσεκτικοί γιατί όλοι έχουμε μάθει, αν μη τι άλλο, στα «λευκά» ψέματα στην προσπάθεια μας να μην πληγώσουμε τους άλλους. Στη συνέχεια ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι για να παρουσιάσεις κάτι ώστε πάντοτε μπορείς να βρεις τρόπους για να σερβίρεις ανώδυνα αυτό που υπό άλλες συνθήκες ίσως να ακουγόταν σκληρό και άβολο, χωρίς να χρειαστεί να υποπέσεις σε ψέματα. Πριν από ένα περίπου μήνα, στην ίδια παρέα αποφασίσαμε να περάσουμε μια εβδομάδα λέγοντας ασύστολα μικρά ή μεγάλα ψέματα. Με μεγάλη μας έκπληξη ανακαλύψαμε ότι μας ήταν πολύ δύσκολο ακόμα κι αν το ψέμα ήταν γελοιωδώς ανούσιο. Στο τέλος του μήνα όλοι αποφασίσαμε ότι ήταν πολύ πιο απλό να γυρίσουμε πίσω στον κόσμο της αλήθειας.
«Καλύτερα να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό και ας νομίζουν οι άλλοι ότι είσαι ανόητος παρά να το ανοίξεις και να τους το επιβεβαιώσεις».
Όποτε τσακώνω τον εαυτό μου να μιλά μόνο για να μιλήσει ή να πληγώνεται γιατί τα λόγια μου πέφτουν στο κενό, του υπενθυμίζω ότι μιλάμε εφόσον:
- έχουμε κάτι να πούμε ΚΑΙ
- ο συνομιλητής μας ενδιαφέρεται ν’ ακούσει.